Η Chatzistavrou δεν είναι σημαντική απόφαση, ούτε διακρίνεται από κάποια ιδιαίτερη νομολογιακή συμβολή. Έχει όμως τη σημασία της, στο μέτρο που υπενθυμίζει τα όρια του ελέγχου στον οποίο μπορεί να προβεί το ΕΔΔΑ και, συγκεκριμένα, τον έλεγχο της ουσίας των αποφάσεων του ποινικού δικαστή.
Η προσφεύγουσα μήνυσε για πρόκληση σωματικών βλαβών αστυνομικό, ο οποίος, κατά τα λεγόμενά της, είχε βιαιοπραγήσει εναντίον της κατά την έξοδό της από το πλημμελειοδικείο Χαλκίδας. Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις και ο αστυνομικός άσκησε μήνυση εναντίον της για σωματική βλάβη σε βάρος του (υποστήριζε ότι μετά από λογομαχία με την προφεύγουσα, εκείνη του είχε επιτεθεί με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει ελαφρά). Η υπόθεση πήρε την άγουσα για το ακροατήριο, όπου στις 13 Ιανουαρίου 2014, ο αστυνομικός της ιστορίας μας αθωώθηκε.
Στη συνέχεια, επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, η προσφεύγουσα ισχυρίσθηκε ενώπιον του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου ότι, παρά τις αποδείξεις σχετικά με τον τραυματισμό της από τον αστυνομικό που είχε προσκομίσει στο αρμόδιο δικαστήριο, το τελευταίο τον αθώωσε.
Ορθώς το ΕΔΔΑ δεν βρήκε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Σε ό,τι αφορά τις διαδικαστικές εγγυήσεις του άρθρου 3, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι για ορισμένες από τις καθυστερήσεις στην πρόοδο της διαδικασίας ήταν υπεύθυνη η προσφεύγουσα , η οποία είχε ζητήσει επανειλημμένως αναβολές (§ 54).
Σε ό,τι αφορά την ουσία και την αθώωση του αστυνομικού από το ποινικό δικαστήριο, το ΕΔΔΑ επανέλαβε την πάγια νομολογία του (βλ. π.χ. Labita c. Italie, GC, § 121). Σύμφωνα με αυτήν, προκειμένου ο ευρωπαίος δικαστής να επιβεβαιώσει, στο πλαίσιο του άρθρου 3 ΕΣΔΑ, τα πραγματικά περιστατικά, όπως τα προέβαλε ο προσφεύγων, θα πρέπει αυτά να αποδεικνύονται «πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας». Στη σχολιαζόμενη υπόθεση, το ΕΔΔΑ κατέληξε (κάπως στα γρήγορα είναι η αλήθεια, βλ. §§ 65, 66) ότι, βάσει του συμπεράσματός του σχετικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις, η προσφεύγουσα δεν είχε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας υπάρξει θύμα της βιαιοπραγίας του αστυνομικού.
Αν και θα μπορούσε να είναι λίγο πιο αναλυτικό ως προς αυτό το τελευταίο σημείο, το ΕΔΔΑ κρίνει σωστά την υπόθεση. Θα ήταν πολύ δύσκολο να υποκαταστήσει εν προκειμένω τον αρμόδιο ποινικό δικαστή, ο οποίος είχε ενώπιόν του όλα τα αποδεικτικά μέσα, χωρίς το πρώτο να κατηγορηθεί ότι συμπεριφέρεται ως «τέταρτος βαθμός δικαιοδοσίας».
Και ένα τελευταίο σχόλιο: δεδομένου του φόρτου εργασίας του, είναι κρίμα να επιβαρύνεται το ΕΔΔΑ με τέτοιου είδους υποθέσεις, οι οποίες θα έπρεπε να ολοκληρώνονται οριστικά και αμετάκλητα με την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Έχει πολύ σημαντικότερες υποθέσεις να εκδικάσει, όπως αυτές που αφορούν το άρθρο 3 και τις συνθήκες κράτησης των αιτούντων άσυλο.