ΕΔΔΑ,Alpha Doryforiki Tileorasi Anonymi Etairia v. Greece, 22.2.2018 : Οταν ο δικαστης δεν βρισκει τον στοχο

Η Alpha Doryforiki αποτελεί τον άδοξο επίλογο στο Στρασβούργο της γνωστής υπόθεσης για τα “φρουτάκια” που απασχόλησε πριν από δεκαέξι χρόνια το Πανελλήνιο. Τα γεγονότα είναι, λίγο ως πολύ, γνωστά. Το 2002, στην εκπομπή « Ζούγκλα » του έγκριτου δημοσιογράφου Μάκη Τριανταφυλλόπουλου, προβλήθηκαν τρία βίντεο τα οποία είχαν καταγραφεί με κρυφή κάμερα. Στο πρώτο, ένας βουλευτής, ο οποίος εκείνη την περίοδο ήταν πρόεδρος ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για την αντιμετώπιση του ηλεκτρονικού τζόγου, εμφανιζόταν να εισέρχεται σε κατάστημα με ηλεκτρονικά παιχνίδια και να παίζει σε δύο από αυτά. Στο δεύτερο, είχε καταγραφεί συνάντηση του βουλευτή με συνεργάτες του Τριαναταφυλλόπουλου, οι οποίοι του έδειχναν το πρώτο βίντεο. Το τρίτο, παρουσίαζε συνάντηση του βουλευτή με τον ίδιο τον δημοσιογράφο στο γραφείο του τελευταίου.
Η υπόθεση ήταν σημαντική καθώς αφορούσε τη σύγκρουση ανάμεσα στο δικαίωμα ενημέρωσης για θέματα που αφορούσαν το δημόσιο συμφέρον με την προστασία της εικόνας και της προσωπικότητας του βουλευτή, η οποία είχε καταγραφεί στα βίντεο εν αγνοία του. Με άλλα λόγια, η υπόθεση έθετε το εξής ερώτημα: σε ποιο μέτρο μπορεί ένας δημοσιογράφος να κάνει χρήση κρυφής κάμερας και να δημοσιοποιήσει βίντεο προκειμένου να αποκαλύψει τη δράση βουλευτή, ο οποίος ενώ ήταν πρόεδρος της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τον ηλεκτρονικό τζόγο και καταδίκαζε δημοσίως αυτήν τη « μάστιγα », παράλληλα ήταν θαμώνας καφενείου με « φρουτάκια » ; Ή με μια λέξη, η κρυφή κάμερα δικαιολογείται για να αποκαλύψει την υποκρισία και διγλωσσία ενός βουλευτή ;
Η υπόθεση έφτασε στο Στρασβούργο αφού μεσολάβησαν οι αποφάσεις του Εθνικού ραδιοτηλεοπτικού συμβουλίου (ΕΣΡ) και η απόφαση 1213/2010 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η τελευταία επιβεβαίωσε τη νομιμότητα της απόφασης του ΕΣΡ, το οποίο, μεταξύ άλλων, είχε επιβάλει πρόστιμο 200.000 ευρώ στον τηλεοπτικό σταθμό ALPHA για τη χρήση της κρυφής κάμερας.

Το ΣτΕ
Η ολομέλεια του ΣτΕ απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως. Ενδεικτικό του γόνιμου διαλόγου που διεξήχθη στο ανώτατο δικαστήριο, είναι ότι στην απόφαση εκφράζονται τέσσερις γνώμες. Οι πιο ενδιαφέρουσες και ισορροπημένες είναι η επικρατήσασα γνώμη (15 συμβούλων και μιας Παρέδρου) και η αυτή της ήσσονος μειοψηφίας (4 Σύμβουλοι). Σύμφωνα με την πρώτη γνώμη, δεν μπορεί κατ΄αρχήν να θεωρηθεί θεμιτή η πληροφόρηση όταν η καταγραφή της εικόνας συγκεκριμένου προσώπου γίνεται με αθέμιτα μέσα, όπως η κρυφή κάμερα. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις αυτό είναι δυνατό, όταν το ΕΣΡ κρίνει ότι η απλή μετάδοση της είδησης, χωρίς εικόνα, είναι απολύτως αδύνατη η δυσχερής.
Σε αντίθεση με αυτήν την άποψη, η γνώμη της ήσσονος μειοψηφίας επικεντρώνεται στην ιδιαιτερότητα της τηλεόρασης ως μέσου ενημέρωσης στο οποίο η χρήση και μετάδοση της εικόνας παίζει καταλυτικό ρόλο. Η γνώμη αυτή δέχεται ότι η αξίωση για το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής δεν είναι απόλυτη αλλά διαβαθμίζεται σε κατηγορίες ανάλογα με την ιδιότητα του θιγόμενου προσώπου. Δηλαδή, άλλη αξίωση έχει ο απλός ιδιώτης για τη λήψη και αναμετάδοση της εικόνας του και άλλη πολιτικό πρόσωπο, το οποίο εξ ορισμού εκτίθεται στη δημοσιότητα. Άλλη τέλος αξίωση έχει ο πολιτικός, του οποίου οι πράξεις δεν συμβαδίζουν με τα λόγια του. Όπως ορθά δέχεται η γνώμη της μειοψηφίας :

« Όταν, όμως, τα πρόσωπα αυτά δεν διατελούν, σε δημόσιο χώρο, στις ανωτέρω συνθήκες ή όταν, πολλώ μάλλον, ενεργούν κατά τρόπο που, δικαιολογημένα, μπορεί να ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο, όπως στην περίπτωση που επιδεικνύουν συμπεριφορά αντίθετη προς εκείνη που επιβάλλει ο συγκεκριμένος δημόσιος ρόλος τους ή αντίθετη προς την εικόνα, που εκείνα προβάλλουν για τον εαυτό τους, τότε το δικαίωμα στην πληροφόρηση και το δικαίωμα του πληροφορείν μπορεί να δικαιολογήσει την ακούσια λήψη της εικόνας τους και την προβολή από τα μέσα ενημερώσεως των σχετικών στιγμιοτύπων. »

Η γνώμη αυτή είναι πιο ισορροπημένη, διότι αποδέχεται ότι ο δικαστής δεν μπορεί να εφαρμόζει σε κάθε περίπτωση ένα άκαμπτο κριτήριο το οποίο θα δίνει λύση σε κάθε σχετική υπόθεση. Αντίθετα, τον προσκαλεί να εγκύψει στις ιδιαιτερότητες κάθε υπόθεσης, να εξετάσει ποια είναι η ιδιότητα του προσώπου, του οποίου η εικόνα καταγράφηκε με κρυφή κάμερα, και να λάβει υπόψη του όλα τα απαραίτητα στοιχεία που απορρέουν από το πλαίσιο της υπόθεσης, προκειμένου να καταλήξει εάν η χρήση του αθέμιτου μέσου ήταν θεμιτή ή όχι.

Το ΕΔΔΑ
Ας δούμε τώρα πώς το Ευρωπαϊκό δικαστήριο των δικαιωμάτων του ανθρώπου αντιμετώπισε την υπόθεση. Προκειμένου να προβεί στη στάθμιση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων, στις παραγράφους 49-74 της απόφασης, το ΕΔΔΑ εξετάζει διαδοχικά τα εξής κριτήρια : τη συμβολή της αναμετάδοσης των βίντεο στον δημόσιο διάλογο, την ιδιότητα του θιγόμενου προσώπου, την προηγούμενη συμπεριφορά αυτού του προσώπου, τις περιστάσεις υπό τις οποίες κατεγράφη η εικόνα του από την κρυφή κάμερα, τη μορφή, το περιεχόμενο και τις επιπτώσεις της εκπομπής καθώς, τέλος, και την αυστηρότητα της ποινής.
Το ΕΔΔΑ δέχεται ότι η αναμετάδοση των βίντεο μπορούσε να πρικαλέσει το ενδιαφέρον του κοινού καθώς αφορούσε τη συμπεριφορά ενός βουλευτή, προέδρου της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής, σχετικά με τον ηλεκτρονικό τζόγο. Επίσης, το ΕΔΔΑ επιβεβαιώνει τη διάκριση στην οποία προέβη το ΕΣΡ και το ΣτΕ ανάμεσα στην αναμετάδοση της πληροφορίας και αυτήν της εικόνας. Επισημαίνει, με αναφορά στη νομολογία του, ότι η ανάγκη για προστασία της προσωπικότητας είναι εντονότερη στην περίπτωση δημοσίευσης φωτογραφιών ή αναμετάδοσης βίντεο, λόγω του ιδιαίτερου αντίκτυπου που έχουν τα οπτικοακουστικά μέσα (§ 57).
Εκτενή ανάλυση επιφυλάσσει το ΕΔΔΑ στις συνθήκες υπό τις οποίες κατεγράφη η εικόνα του βουλευτή. Αναφερόμενο στις εμπεδωμένες νομολογιακές αρχές της υπεύθυνης δημοσιογραφίας και στα « καθήκοντα και ευθύνες » των δημοσιογράφων, αναδεικνύει ως κρίσιμο κριτήριο της υπόθεσης τη συμπεριφορά των δημοσιογράφων που βιντεοσκόπησαν τον βουλευτή. Σε αυτό το σημείο το ΕΔΔΑ προβαίνει σε μια διάκριση που δεν απασχόλησε το ανώτατο ακυρωτικό : τη διαφοροποίηση ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο ή ημιδημόσιο χώρο.
Για το ΕΔΔΑ, κρίσιμο είναι εν προκειμένω πως σε ό,τι αφορά το πρώτο βίντεο, η χρήση της κρυφής κάμερας έγινε σε δημόσιο χώρο, ενώ στα άλλα δύο ο χώρος ήταν ιδιωτικός. Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, στο πρώτο βίντεο ο εν λόγω πολιτικός δεν μπορούσε να έχει προσδοκία ιδιωτικότητας, ενώ στα άλλα δύο αυτό δεν ίσχυε, διότι βρισκόταν σε κλειστό χώρο (§ 64). Σε ό,τι αφορά το δεύτερο και τρίτο βίντεο, το ΕΔΔΑ αναφέρεται στο άρθρο 370Α§2 του Ποινικού Κώδικα και στην προστασία της εμπιστευτικότητας των συνομιλιών, για να καταλήξει στο ότι οι δημοσιογράφοι που κατέγραψαν τις συνομιλίες τους με τον βουλευτή μέσα σε κλειστό χώρο, παραβίασαν τους δεοντολογικούς κανόνες του επαγγέλματός τους.

Ένα άστοχο κριτήριο
H απόφαση Alpha Doryforiki Tileorasi είναι ένα κλασικό παράδειγμα αταβιστικής αναφοράς και χρήσης από το ΕΔΔΑ προηγούμενης νομολογίας του σε παραπλήσια με το εξεταζόμενο ζητήματα, η οποία το οδηγεί τελικά στην εφαρμογή ενός άστοχου (ίσως και επικίνδυνου) κριτηρίου για την επίλυση της διαφοράς. Έτσι, ναι μεν το ΕΔΔΑ επισημαίνει όλες τις αναγκαίες παραμέτρους που θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τους οι εθνικές αρχές, χωρίς όμως να μπαίνει στην ουσία των πραγμάτων και να αποφαίνεται εάν η εφαρμογή από την πλειοψηφία του ΣτΕ αυτών των παραμέτρων ήταν ορθή.
Tο ΕΔΔΑ αναφέρει μεν ότι οι εθνικές αρχές έλαβαν επαρκώς υπόψη τους το γεγονός ότι τα βίντεο ήταν δημοσίου συμφέροντος, ότι το θιγόμενο πρόσωπο ήταν πολιτικός, ότι οι αρχές προέβησαν σε διάκριση μεταξύ της μετάδοσης της είδησης και της εικόνας του πολιτικού, χωρίς όμως να αξιολογήσει τη σωστή ή μη διαπλοκή αυτών των παραμέτρων στην κρίση του εθνικού δικαστή. Το Ευρωπαϊκό δικαστήριο δίνει την εντύπωση ότι είναι ικανοποιημένο απλώς από το γεγονός ότι ο εθνικός δικαστής έλαβε υπόψη του κριτήρια που εφαρμόζει και το ίδιο κατά την κρίση σχετικών υποθέσεων. Απέχει όμως από την αξιολόγησή τους.
Ακόμα χειρότερα, κάπου στη μέση του συλλογισμού του ΕΔΔΑ, κάνει την εμφάνισή του το κρίσιμο για την υπόθεση κριτήριο, χωρίς όμως η απόφαση να έχει προετοιμάσει κατάλληλα τον αναγνώστη. Το χωρικό κριτήριο που εφαρμόζει ο ευρωπαίος δικαστής είναι ο guest star που κλέβει μεν την παράσταση, αφήνει δε το κοινό απορημένο. Πώς είναι δυνατόν σε μια τέτοια υπόθεση να είναι καταλυτική η διάκριση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού χώρου; Μια τέτοια προσέγγιση είναι καθαρά απλουστευτική. Το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα δεν ήταν εάν ο βουλευτής βρισκόταν σε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο όταν απαθανατίστηκε από την κρυφή κάμερα. Το ερώτημα στο οποίο έπρεπε να απαντήσει το ΕΔΔΑ ήταν εάν η χρήση της κρυφής κάμερας δικαιολογούνταν από την ιδιότητά του βουλευτή, τη « διπλή γλώσσα » που χρησιμοποιούσε, όντας ταυτόχρονα πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής για την καταπολέμηση του ηλεκτρονικού τζόγου και ρέκτης « φρουτακίων » σε κάποιο καφενείο. Με άλλα λόγια, το ΕΔΔΑ θέτει στον εαυτό του το λάθος ερώτημα για να δώσει τη λάθος απάντηση. Το κύριο πρόβλημα της υπόθεσης δεν είναι η προσδοκία ιδιωτικότητας του βουλευτή (είναι βέβαια μια από τις παραμέτρους του). Ακόμα και αν δεχθούμε ότι ο βουλευτής είχε αυτήν την προσδοκία και στα τρία βίντεο, πάλι το ερώτημα που θα έπρεπε να απαντήσει ο ευρωπαίος δικαστής είναι εάν η χρήση της κάμερας και η προβολή των βίντεο από τον ALPHA δικαιολογούνταν λόγω της συνεισφοράς τους στη διεξαγωγή ενός δημοσίου διαλόγου για ένα καυτό θέμα της επικαιρότητας.

Ο υπουργός στο δωμάτιό του
Η αστοχία του κριτηρίου αναδεικνύεται πιο εύγλωττα εάν θέσουμε το εξής ερώτημα : ας υποθέσουμε ότι ο Τριανταφυλλόπουλος είχε στα χέρια του βίντεο, το οποίο είχε ληφθεί με χρήση κρυφής κάμερας, και στο οποίο είχε απαθανατιστεί υπουργός, σε δωμάτιο ξενοδοχείου, να χρηματίζεται από μεγαλοεργολάβο δημοσίων έργων. Το κριτήριο για να απαντήσουμε στο ερώτημα εάν ήταν θεμιτή η χρήση της κρυφής κάμερας θα ήταν ο δημόσιος ή ιδιωτικός χώρος του περιστατικού;

Submit a comment

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s